ὀρεμπόται

ὀρεμπόται
ὀρεμπόται, οἱ, ([etym.] ὄρος, ἐμπίνω)
A drainers of the mountains, epith. of rivers, Orac.ap Plu.2.406e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορεμπόται — ὀρεμπόται, οί (Α) (ως επίθ. τών ποταμών) αυτοί που πίνουν τα όρη, δηλ. που σχηματίζονται από τα νερά τών βουνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι σύνθ. < ὄρος (II) + εμπότης (< ἐμπίνω), ενώ, κατ άλλη άποψη, συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • ὀρεμπότας — ὀρεμπότᾱς , ὀρεμπόται drainers of the mountains masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”